Ο Πίνδαρος αναφέρει για τη Ρόδο: όταν ο Δίας και οι άλλοι θεοί αποφάσισαν να μοιράσουν τη γη, ξέχασαν να κρατήσουν έναν κλήρο για τον θεό Ήλιο, που έλειπε, καθώς εκτελούσε τα καθημερινά του καθήκοντα. Όταν ο Ήλιος ανέφερε την αδικία, ο Δίας ήταν έτοιμος να ξανακάνει την κλήρωση, αλλά ο Ήλιος δεν τον άφησε, καθώς, μέσα από τη θάλασσα είδε να αναδύεται μια εύφορη χώρα. Τότε ζήτησε από τη Λάχεση και τον Δία να δώσουν όρκο, πως όταν το νησί αυτό τελικά αναδυθεί θα είναι δικό του για πάντα, όπως και έγινε Ο Διόδωρος Σικελιώτης λέει, πως οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Τελχίνες, σπουδαίοι τεχνίτες και εφευρέτες, που κατείχαν μαγικές ικανότητες. Στο νησί ο Δίας έσμιξε με την ντόπια νύμφη Ιμαλία, που του έκανε τρεις γιους και ο Ποσειδώνας με την αδελφή των Τελχινών, την Αλία, που του έκανε έξι γιους και μια κόρη, τη Ρόδο.
Ο πιο ευφυής από αυτούς ήταν ο Τενάγης και τα αδέλφια του τον σκότωσαν από τη ζήλια τους. Οι τρεις γιοι τους, ο Κάμειρος, ο Ιάλυσος και ο Λίνδος μοίρασαν το νησί σε τρία μέρη και ο καθένας έκτισε μια πόλη με το όνομά του. Όταν ο Δαναός έφυγε από την Αίγυπτο με τις κόρες του, κατέπλευσε στη Λίνδο, όπου έγινε δεκτός με θέρμη από τους κατοίκους. Φεύγοντας άφησε μερικούς από τους Φοίνικες συντρόφους του στην Ιαλυσό, που αναμείχθηκαν με τους ντόπιους και από τους οποίους γινόταν η κληρονομική επιλογή των ιερέων της Ιαλυσού.
Ο Ίφικλος λοιπόν, έστησε ενέδρα στον Λάρκα, τον υπηρέτη του Φάλανθου και τον έπεισε να ρίξει στον κρατήρα από τον οποίο έπινε κρασί ο Φάλανθος, νερό από την υδρία που του έδωσε εκείνος και περιείχε ψάρια. Ο θεός τους πρόσταξε να φέρουν στη Ρόδο τον Φόρβαντα, τον γιο του Λαπίθη, μαζί με τους συντρόφους του. Ο Κατρέας προσπάθησε να κρύψει τον χρησμό, αλλά ο γιος του, ο Αλθαιμένης, τον έμαθε και θέλοντας να αποφύγει να γίνει πατροκτόνος, έφυγε από την Κρήτη μαζί με την αδελφή του, την Απημοσύνη.
Τότε, κατέφθασε και ο Αλθαιμένης και με ένα ακόντιο σκότωσε, εν αγνοία του, τον πατέρα του. Λίγο πριν τον Τρωικό Πόλεμο, ο Τληπόλεμος, ο γιος του Ηρακλή, σκότωσε τον Λικύμνιο, τον νόθο αδελφό της γιαγιάς του, της Αλκμήνης και έλαβε χρησμό να φύγει από το Άργος. Επειδή ο άνεμος δεν επέτρεπε τον απόπλου των πλοίων, ο Μενέλαος αποφάσισε να κρύψει την Ελένη κάτω από το κατάστρωμα και να ντύσει την πιο όμορφη από τις ακολούθους της με βασιλικά ενδύματα και διάδημα.